πορτ κλε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πορτ κλε < (λόγιο δάνειο) γαλλική porte-clés / porte-clé / porte clefs
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πορτ κλε ουδέτερο άκλιτο
- το μπρελόκ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- → δείτε και τη λέξη μπρελόκ
πορτ κλε