ποσοστιαίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ποσοστιαίο
- ποσοστιαίος, στην αιτιατική του ενικού
ποσοστιαίο, ουδέτερο του ποσοστιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού