ποστάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποστάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική post + κατάληξη -άρω

ποστάρω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]