ποτηροθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ποτηροθήκη < ποτήρ(ια) + -ο- + -θήκη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποτηροθήκη θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποτηροθήκη
|