πουγγί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πουγγί < πουγγίον, υποκοριστικό της όψιμης ελληνιστικής πούγγα (6ος αιώνας) < λατινική *punga < παλαιά άνω γερμανική *pokka[1][2]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πουγγί ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]

Υποκοριστικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πουγγί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.