πούλουδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πούλουδο τα πούλουδα
      γενική του πούλουδου των πούλουδων
    αιτιατική το πούλουδο τα πούλουδα
     κλητική πούλουδο πούλουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πούλουδο < ίσως από συμφυρμό των λέξεων πούπουλο και λούλουδο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πούλουδο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]