πούλπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πούλπα < (άμεσο δάνειο) αγγλική pulp • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πούλπα θηλυκό

  • πολτώδης μάζα φρούτων που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φρουτοχυμών και μαρμελάδας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]