πούντρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πούντρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πούντρα θηλυκό
- H χλίδα. Π.χ. έχει τη Χρυσούλα στην πούντρα, την πηγαίνει στα καλύτερα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πούντρα
|