πούντρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πούντρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πούντρα θηλυκό

  • H χλίδα. Π.χ. έχει τη Χρυσούλα στην πούντρα, την πηγαίνει στα καλύτερα.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]