πραΰνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πραΰνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πραΰνω < πραΰς / πρᾶος
Ρήμα
[επεξεργασία]πραΰνω
- συνώνυμο του καταπραΰνω
- ※ Τα παρακάλια μου, οι όρκοι μου, οι διαμαρτυρίες μου, αντί να την πραΰνουν, την ερεθίζανε. (Κωστής Παλαμάς Παθήματα δικαστικού [διήγημα])
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απράυντος
- πραϋμένος
- πράυνση
- πραϋντικά
- πραϋντικός
- πραϋντικώς
- → δείτε τις λέξεις καταπραΰνω και πράος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πραΰνω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- πραΰνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πραΰνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)