πραγματογνωμοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πραγματογνωμοσύνη < πραγματογνώμονας + -οσύνη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πραγματογνωμοσύνη θηλυκό
- η ιδιότητα ή η γνωμάτευση ενός πραγματογνώμονα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πραγματογνωμοσύνη