πραγματοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πραγματοποιώ < πράγμα + ποιώ

πραγματοποιώ (παθητικός τύπος: πραγματοποιούμαι)

  1. κάνω κάτι πραγματικό, το υλοποιώ, μεταβάλλω τα λόγια σε πράξεις
    Αυτά που λες δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν μαγικά, αφού κάθεσαι άπραγος
  2. κατορθώνω κάτι σχετικά δύσκολο που σχεδίαζα εγώ ή άλλος
    Ηθελε από παιδί να σπουδάσει Αρχαιολογία και τελικά πραγματοποίησε το όνειρό του στα 50!
    Η ευχή του πραγματοποιήθηκε χάρη στους...
    Τελικά πραγματοποίησε την απειλή του! Το' πε και το' κανε
  3. διεκπεραιώνεται κάτι, όχι απαραιτήτως σημαντικό, υλοποιείται, λαμβάνει χώρα
    Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Ζάππειο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]