πρακτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρακτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πρακτικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρακτική θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πρακτική