πρακτόρευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρακτόρευση | οι | πρακτορεύσεις |
γενική | της | πρακτόρευσης* | των | πρακτορεύσεων |
αιτιατική | την | πρακτόρευση | τις | πρακτορεύσεις |
κλητική | πρακτόρευση | πρακτορεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πρακτορεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρακτόρευση < πρακτορεύω + -ση[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρακτόρευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πρακτορεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρακτόρευση
|
- ↑ πρακτόρευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας