πρατηριούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρατηριούχος < πρατήρι(ο) + -ούχος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρατηριούχος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτης ενός πρατηρίου
- πρατηριούχος υγρών καυσίμων: βενζινοπώλης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρατηριούχος
|