πρεσβυωπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρεσβυωπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική presbyopic < presbyopia < αρχαία ελληνική πρέσβυς + ὤψ (πρόσωπο, όψη, μάτι)
Επίθετο
[επεξεργασία]πρεσβυωπικός
- που έχει σχέση με πρεσβυωπία ή πρεσβύωπα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρεσβυωπικός