πριμοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πριμοδότηση | οι | πριμοδοτήσεις |
γενική | της | πριμοδότησης* | των | πριμοδοτήσεων |
αιτιατική | την | πριμοδότηση | τις | πριμοδοτήσεις |
κλητική | πριμοδότηση | πριμοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πριμοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πριμοδότηση < πριμοδοτώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πριμοδότηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πριμοδοτώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πριμοδότηση