πριμούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πριμούλα οι πριμούλες
      γενική της πριμούλας
    αιτιατική την πριμούλα τις πριμούλες
     κλητική πριμούλα πριμούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πριμούλα < πρίμουλα με μετακίνηση τόνου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πριμούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]