προίκισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προίκισμα τα προικίσματα
      γενική του προικίσματος των προικισμάτων
    αιτιατική το προίκισμα τα προικίσματα
     κλητική προίκισμα προικίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προίκισμα < προικίζω + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προίκισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]