προασπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προασπίζω < ελληνιστική κοινή προασπίζω < αρχαία ελληνική πρό + ἀσπίς

προασπίζω, στ.μέλλ.: θα προασπίσω και προασπιστώ, αόρ.: προάσπισα και προασπίστηκα, παθ.φωνή: προασπίζομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Οι ενεργητικοί και οι παθητικοί τύποι του ρήματος έχουν την ίδια σημασία.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προασπίζω < προ- + ἀσπ(ίς) + -ίζω

προασπίζω

  1. προφυλάσσω κάποιον κρατώντας την ασπίδα μπροστά του
  2. προτάσσω κάτι σαν ασπίδα
  3. (στην παθητική φωνή) καλύπτομαι με ασπίδα, προστατεύομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]