προβατάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προβατάρης αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Προβατάρης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προβατάρης
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 262.