προγενέστερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προγενέστερος < αρχαία ελληνική προγενέστερος, συγκριτικός βαθμός του προγενής < πρό + γίγνομαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.ʝeˈne.ste.ɾos/
Επίθετο
[επεξεργασία]προγενέστερος
- που συνέβη ή υπήρξε πριν από κάτι άλλο, προηγουμένως
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]- μεταγενέστερος
- → δείτε τις λέξεις προ και γίνομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προγενέστερος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα συγκριτικού βαθμού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έστερος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)