προγούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προγούλι | τα | προγούλια |
γενική | του | προγουλιού | των | προγουλιών |
αιτιατική | το | προγούλι | τα | προγούλια |
κλητική | προγούλι | προγούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προγούλι ουδέτερο
- το διπλοσάγονο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προγούλι
→ δείτε τη λέξη διπλοσάγονο |