προδοκέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]προδοκέω-προδοκῶ
- καθορίζω εκ των προτέρω
- ὥσπερ προὐδέδοκτο αὐτοῖς
- η προηγούμενη άποψή μου, αυτά που πίστευα πριν
- ὥσπερ ὑπέμνησέν με ῥηθεὶς ὅτι καὶ αὐτῷ μοι ταῦτα προυδέδοκτο (: η αναφορά σου μου υπενθύμισε ότι κι εγώ πίστευα σε αυτό προτύτερα -Πλ. Φαίδρ. 88)