προεδρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προεδρεύω < αρχαία ελληνική προεδρεύω < πρόεδρος < πρό + ἕδρα

προεδρεύω (παθητική φωνή: προεδρεύομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]