προεκβολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεκβολή οι προεκβολές
      γενική της προεκβολής των προεκβολών
    αιτιατική την προεκβολή τις προεκβολές
     κλητική προεκβολή προεκβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προεκβολή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προεκβολή θηλυκό

  1. η προεξοχή
  2. (μαθηματικά) η υποθετική προέκταση δεδομένων

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]