προεκβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προεκβολή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προεκβολή θηλυκό
- η προεξοχή
- (μαθηματικά) η υποθετική προέκταση δεδομένων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- παρέκταση (μαθηματικά)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] η προεξοχή
|
μαθηματικός όρος