προελέγχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προελέγχω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προελέγχω < προ- + αρχαία ελληνική ἐλέγχω

προελέγχω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα