προελαύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προελαύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προελαύων (προχωράω με το άλογο). Συγχρονικά αναλύεται σε προ- + ελαύνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.eˈlav.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ε‐λαύ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]προελαύνω, αόρ.: προήλασα/προέλασα (χωρίς παθητική φωνή)
- (στρατιωτικός όρος) προχωρώ χωρίς να συναντάω σχεδόν καθόλου αντίσταση από τον εχθρό
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ελαύνω
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]προελαύνω < πρό) προ- + ἐλαύνω
Ρήμα
[επεξεργασία]προελαύνω
- (αμετάβατο) προχωρώ έφιππος μπροστά
- (παθητική φωνή) προχωρώ (για χρόνο)
- ↪ ὡς πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο (Ηρόδοτος, 9.44)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ἐλαύνω
Πηγές
[επεξεργασία]- προελαύνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προελαύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)