προεξαγγέλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προεξαγγέλλω < αρχαία ελληνική προεξαγγέλλω

προεξαγγέλλω (παθητική φωνή: προεξαγγέλλομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]