προεξαμαρτάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]προεξαμαρτάνω
- σφάλλω μπροστά σε άλλους, αποτυγχάνω μπροστά τους, απέναντί τους
- προεξαμαρτόντας δὲ τοῦτ᾽ εἰς ὑμᾶς αὐτοὺς : διαπράττοντας αυτό το λάθος απέναντι στους ίδιους σας τους εαυτούς (Ισοκράτης, Αρχίδαμος, 38)