προεξοφλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προεξοφλώ < προ- + εξοφλώ

προεξοφλώ (παθητική φωνή: προεξοφλούμαι)

  1. εξοφλώ κάτι προτού λήξει η προθεσμία του
  2. παίρνω το μισθό πριν τον προκαθορισμένο χρόνο του
  3. προδικάζω ή προκαταλαμβάνω, εκφέρω γνώμη για ένα πράγμα χωρίς να γνωρίζω την έκβαση αυτού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]