προεσκεμμένως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προεσκεμμένως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προεσκεμμένως < αρχαία ελληνική μετοχή προεσκεμμένος + -ως. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + εσκεμμένως.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

προεσκεμμένως (τροπικό επίρρημα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προεσκεμμένως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μετοχή παρακειμένου προεσκεμμένος + -ως του προσκέπτομαι και του προσκοποῦμαι, μέση φωνή του προσκοπέω / προσκοπώ. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + ἐσκεμμένως.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

προεσκεμμένως (ελληνιστική κοινή)