προετοιμάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προετοιμάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος προετοιμάζω
Ρήμα
[επεξεργασία]προετοιμάζομαι
- ετοιμάζομαι από πριν
- φτιάχνομαι, γίνομαι με προσοχή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προετοιμάζομαι