προθωρακικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προθωρακικός η προθωρακική το προθωρακικό
      γενική του προθωρακικού της προθωρακικής του προθωρακικού
    αιτιατική τον προθωρακικό την προθωρακική το προθωρακικό
     κλητική προθωρακικέ προθωρακική προθωρακικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προθωρακικοί οι προθωρακικές τα προθωρακικά
      γενική των προθωρακικών των προθωρακικών των προθωρακικών
    αιτιατική τους προθωρακικούς τις προθωρακικές τα προθωρακικά
     κλητική προθωρακικοί προθωρακικές προθωρακικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προθωρακικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prothoracic < prothorax < αρχαία ελληνική πρό + θώραξ

Επίθετο[επεξεργασία]

προθωρακικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]