προληπτική αφομοίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προληπτική αφομοίωση < → δείτε τη λέξη προληπτικός (στη σημασία: προκαταβολικός) & αφομοίωση (όρος γραμματικής)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]προληπτική αφομοίωση θηλυκό
- (γλωσσολογία) η διαδικασία της αφομοίωσης όπου φθόγγος που αφομοιώνεται προηγείται αυτού που την προκαλεί
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- προληπτική ανάπτυξη (φθόγγου)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προληπτική αφομοίωση
|