προλιμένας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προλιμένας < προ- + λιμένας (< λιμήν)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προλιμένας αρσενικό

  • τμήμα ενός μεγάλου λιμένα, το οποίο βρίσκεται αμέσως μετά την είσοδο και είναι οργανωμένο ως ανεξάρτητος λιμένας, όπου σταθμεύουν συνήθως βοηθητικά σκάφη.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]