προλιμένας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προλιμένας < προ- + λιμένας (< λιμήν)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προλιμένας αρσενικό
- τμήμα ενός μεγάλου λιμένα, το οποίο βρίσκεται αμέσως μετά την είσοδο και είναι οργανωμένο ως ανεξάρτητος λιμένας, όπου σταθμεύουν συνήθως βοηθητικά σκάφη.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προλιμένας
|