προμετωπίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προμετωπίδα οι προμετωπίδες
      γενική της προμετωπίδας των προμετωπίδων
    αιτιατική την προμετωπίδα τις προμετωπίδες
     κλητική προμετωπίδα προμετωπίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προμετωπίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προμετωπίς από την αιτιατική «τὴν προμετωπίδα» < πρό + αρχαία ελληνική μέτωπον (σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική frontispicium)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.me.toˈpi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐με‐τω‐πί‐δα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προμετωπίδα θηλυκό

  1. (τυπογραφία) η πρώτη μετά το εξώφυλλο σελίδα βιβλίου, όπου αναγράφεται ο πλήρης τίτλος
  2. (τυπογραφία) το τμήμα της σελίδας εφημερίδας ή περιοδικού

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

προμετωπίδαθηλυκό