προξενιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προξενιά | οι | προξενιές |
γενική | της | προξενιάς | των | προξενιών |
αιτιατική | την | προξενιά | τις | προξενιές |
κλητική | προξενιά | προξενιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προξενιά < αρχαία ελληνική προξενία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προξενιά θηλυκό
- το προξενιό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]προξενιά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προξενιό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)