προπέτασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προπέτασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προπέτασμα ουδέτερο
- καθετί που καλύπτει αυτά που βρίσκονται πίσω από αυτό
- το παραπέτασμα, η κουρτίνα
- (μεταφορικά) το πρόσχημα