προπαγάνδιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προπαγάνδιση | οι | προπαγανδίσεις |
γενική | της | προπαγάνδισης* | των | προπαγανδίσεων |
αιτιατική | την | προπαγάνδιση | τις | προπαγανδίσεις |
κλητική | προπαγάνδιση | προπαγανδίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προπαγανδίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προπαγάνδιση < προπαγανδίζω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προπαγάνδιση θηλυκό
- η ενέργεια του προπαγανδίζω, η διεξαγωγή προπαγάνδας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προπαγάνδιση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- προπαγάνδιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προπαγάνδιση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προπαγάνδιση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)