προπαροξύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προπαροξύνω < λείπει η ετυμολογία

προπαροξύνω

  1. (γραμματική) οξύνω την προπαραλήγουσα μιας λέξης στο πολυτονικό σύστημα
  2. (γραμματική) τονίζω την προπαραλήγουσα μιας λέξης στο μονοτονικό σύστημα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]