προπετῶς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προπετῶς < προπετ(ής) + -ῶς
Επίρρημα
[επεξεργασία]προπετῶς, συγκριτικός : προπετέστρον, υπερθετικός : προπετέστατα
προπετῶς, συγκριτικός : προπετέστρον, υπερθετικός : προπετέστατα