προπηλακίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προπηλακίζω < αρχαία ελληνική προπηλακίζω < πηλός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pro.pi.laˈki.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐πη‐λα‐κί‐ζω

προπηλακίζω (παθητική φωνή: προπηλακίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

προπηλακίζω < πρό + πηλός + -ακίζω

προπηλακίζω

  1. πασαλείβω με πηλό
  2. (μεταφορικά) εξευτελίζω