προσβάλλομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος προσβάλλω
Ρήμα
[επεξεργασία]προσβάλλομαι
- θίγομαι από ενέργειες άλλων ηθικά και ψυχικά
- Δεν του ξαναμιλάω! Προσβλήθηκα πολύ από τη συμπεριφορά του!
- θίγομαι σωματικά από ιό ή μικρόβιο
- προσβλήθηκε από γρίπη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσβάλλομαι
|