προσβασιμότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσβασιμότητα οι προσβασιμότητες
      γενική της προσβασιμότητας των προσβασιμοτήτων
    αιτιατική την προσβασιμότητα τις προσβασιμότητες
     κλητική προσβασιμότητα προσβασιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσβασιμότητα < προσβάσιμος + -ότητα < πρόσβαση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.zva.siˈmo.ti.ta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προσβασιμότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του προσβάσιμου· η δυνατότητα που δίνεται σε κάποιον να έχει πρόσβαση σε ένα χώρο ή δικτυακό τόπο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]