προσβατός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσβατός < προσβα- + -τός < προσβαίνω (= πλησιάζω, προσεγγίζω)
Επίθετο
[επεξεργασία]προσβατός
- που μπορεί να τον πλησιάσει κανένας
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσβατός