προσειλημμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσειλημμένος < αρχαία ελληνική προσειλημμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προσλαμβάνω
Μετοχή
[επεξεργασία]προσειλημμένος, -η, -ο
- (λόγιο) που έχει προσληφθεί
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις προσλαμβάνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσειλημμένος
|