προσηλωμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσηλωμένα < προσηλωμένος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]προσηλωμένα
- με προσήλωση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσηλωμένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]προσηλωμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προσηλωμένος