προσληπτέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσληπτέος < αρχαία ελληνική προσληπτέος
Επίθετο
[επεξεργασία]προσληπτέος, -α, -ο
- που πρέπει να προσληφθεί, έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα ή έχει πετύχει σε διαγωνισμό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσληπτέος
|