προσμονάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσμονάριος < προσμονή + -άριος < ελληνιστική κοινή προσμονή < αρχαία ελληνική προσμένω < μένω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσμονάριος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσμονάριος
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -άριος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)