προσομοίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσομοίωση οι προσομοιώσεις
      γενική της προσομοίωσης* των προσομοιώσεων
    αιτιατική την προσομοίωση τις προσομοιώσεις
     κλητική προσομοίωση προσομοιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσομοιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσομοίωση < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.soˈmi.o.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προσομοίωση θηλυκό

  1. είναι η αναπαράσταση ενός πραγματικού ή αφηρημένου συστήματος με ένα μοντέλο
  2. (πληροφορική) συνώνυμο του εξομοίωση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]